Δευτέρα 7 Μαρτίου 2011

ΒΑΛΕΖΑ: Μια γιορτή ιστορία... από τον Νέο Πολιτιστικό Σύλλογο Μαλακάσας

Σύνθημά τους ήταν, «για να θυμηθούν οι παλιοί, για να μάθουν οι νέοι και για να περάσουμε όλοι καλά» και αυτό προσπάθησαν οι άνθρωποι του Νέου Πολιτιστικού Συλλόγου Μαλακάσας, που παρά τον άσχημο καιρό -που φυσικά δεν ήταν σύμμαχός τους- τα κατάφεραν! Έδωσαν ένα χαρούμενο αποκριάτικο τόνο, σε ένα βροχερό απόγευμα χθες στη Μαλακάσα. Γιόρτασαν τη «ΒΑΛΕΖΑ», το χορό γύρω από τη φωτιά και μαζί τους ήταν μικροί, μεγάλοι και χορευτικά συγκροτήματα από συλλόγους των γύρω περιοχών. 
Δίπλα στον αντιδήμαρχο Βασίλη Μπόρση, που ήταν η «ψυχή» της οργάνωσης της γιορτής, είδαμε τους αντιδημάρχους Γιάννη Γιαννά, Γιώργο Παπαγιάννη, τον πρόεδρο της νέας Κ.Ε.Δ.Ω. Βασίλη Φοριάρη, τους δημοτικούς συμβούλους Παναγιώτη Βασιλάκο, Ανδρέα Τσάκωνα κ.ά. 
Από τον ιστότοπο «MEDIART.GR» πήραμε τις παρακάτω πληροφορίες, που γράφει το μέλος του πολιτιστικού συλλόγου και κάτοικος της Μαλακάσας, Αθηνά Δαλιάνη
Θυμάται και γράφει για τα χρόνια που η «Βάλεζα» ήταν πραγματικά η μεγαλύτερη ομαδική γιορτή της χρονιάς και τα δρώμενά της ξεκινούν από τα χρόνια της απελευθέρωσης , όταν οι κάτοικοι της Μαλακάσας, κολίγοι στο τσιφλίκι του Ανδρέα Συγγρού και κλεισμένοι μέσα στην «Μάντρα του Συγγρού» εκτόνωναν την καταπίεση, τον μόχθο και την φτώχια στις γιορτές της Αποκριάς.
Δύο μερόνυχτα κρατούσαν αυτές οι γιορτές, Σάββατο και Κυριακή της Τυρινής. Σημείο αναφοράς η φωτιά που έκαιγε στο κέντρο της πλατείας με τα πλατάνια, δίπλα στην βρύση και κάτω από την εκκλησία.
Οι προετοιμασίες κρατούσαν μία εβδομάδα μέσα σε κλίμα ευφορίας και προσμονής. Οι μεγαλύτεροι με τα κάρα και τα ζώα, με τα κλαδευτήρια και τα πριόνια πήγαιναν στο δάσος , έκοβαν πεύκα, σκίνα, κουμαριές, κυρίως όμως πουρνάρια, τα οποία όταν καίγονταν δημιουργούσαν θόρυβο και σπίθες που έφταναν μέχρι τον ουρανό. Το τσούρμο, η πιτσιρικαρία, τραβούσε τις κλάρες μέχρι την πλατεία και στην ησυχία του χωριού, ακουγόταν ένα σούρσιμο, ακολουθώντας ένα σύννεφο σκόνης, μαζί με γέλια και φωνές. Μόλις έφταναν στο κέντρο της πλατείας τα στοίβαζαν σε «τρακάδες». Οι φούρνοι κάπνιζαν για να ψήσουν κάθε λογής πίτες, γαλατόπιτες, τραχανόπιτες, τυρόπιτες, τις τραγανές μουσούντες (πίτες με αρωματικά χόρτα και αλεύρι). Φυσικά, οι νταμιτζάνες ήταν ήδη γεμάτες με κρασί.
Το σούρουπο, όλοι είχαν πάρει την θέση τους γύρω από την κεντρική «τρακάδα» μετα ξύλα. Κάποιος πυροδοτούσε την φωτιά.
Ξαφνικά ακουγόταν η ιαχή: "ΊΑ ΚΟΥΤΟΥΒΑΛΕΖΑ" (ελάτε στην Βάλεζα). Οι νέοι και τα παιδιά το φώναζαν πάλι και πάλι και η ηχώ έφτανε , λέει, μέχρι την Σφενδάλη. Την ίδια στιγμή έριχναν πουρνάρια στην φωτιά κι αυτά έσκαγαν σαν χιλιάδες στράκα-στρούκες, με τις σπίθες να χάνονται στο μαύρο του ουρανού. Όλα αυτά δημιουργούσαν μία απόκοσμη εικόνα και ταυτόχρονα μία πρωτόγνωρη ψυχική ανάταση, που προετοίμασε τους κατοίκους για το επερχόμενο γλέντι. Αυτό επαναλαμβανόταν συχνά για να κρατάει άσβεστη τη φωτιά, που λειτουργούσε σαν πόλος έλξης.
Οι νέοι είχαν πάρει την θέση τους στο χορό. Τα τραγούδια λεγόταν δια ζώσης από τον κορυφαίο του χορού κι επαναλαμβάνονταν , χορεύοντας από τους υπόλοιπους. Τατραγούδια μιλούσαν, κυρίως, για αγάπη, εξιστορούσαν γεγονότα, φανταστικές ιστορίες, μιλούσαν για λουλούδια, για πουλιά, για δέντρα και φυσικά υπήρχαν πολλά σκωπτικά, πιπεράτα και τολμηρά:
«Τώρα τις Αποκριές /μένουν οι ψούλες ορθές/και την Καθαρή Δευτέρα/παίρνουν τα μνιά αέρα».
Πολλές φορές συνοδεύονταν από ντόπιους οργανοπαίκτες. Οι χοροί, αντίθετα με κάποια τραγούδια, ήταν σεμνοί, με τάξη και πειθαρχία , κυρίως από τις κοπέλες. Όλες φορούσαν τα γιορτινά τους για να κάνουν εντύπωση στους άντρες. Εκεί άρχιζαν πολλά ειδύλλια και πολλές φορές, οι νέοι έβρισκαν το ταίρι τους.
Η κορύφωση ερχόταν από τους μασκαράδες, οι οποίοι μετά από οινοποσία και χωρίς να αποκαλυφθούν, χειρονομούσαν, σατίριζαν , περιγελούσαν κι έλεγαν άσεμνα τραγούδια . Οι άνθρωποι στο παρελθόν λειτουργούσαν πιο φυσικά, γεμάτοι ζωντάνια, ευρηματικοί , και με πηγαίο χιούμορ διακωμωδούσαν διαρκώς την ζωή σ' αυτήν την μικρή κοινωνία του χωριού.
Έχει μείνει στην μνήμη όλων μας ο Μπάρμπα-Γιώργης ο Γρυπαίος, αμίμητος ως «αρκουδιάρης» , ο «πεθαμένος» που μία ομάδα νέων είχε δημιουργήσει επεισόδιο με την εκκλησία , το «άλογο» με τον Γιάννη τον Μπόρση, η «γκαστρωμένη νύφη» με τον Νώντα, την Μαριγούλα κι άλλους, με τόσες απίστευτες πλάκες.
Όμως, και τα παιδιά, μέσα στην βραδιά έκαναν τα δικά τους δρώμενα. Πηδούσαν τις φωτιές και κυρίως έκλεβαν τα κλαριά που είχαν οι νοικοκυρές για τους φούρνος. Κι όταν τελείωναν κι αυτά, χάλαγαν φράχτες και μαντριά για να τροφοδοτήσουν την φωτιά.Γινόταν χαμός στις γειτονιές. Οι γυναίκες τα κυνηγούσαν με φουρνόξυλα κι εκείνα έτρεχαν να κρυφτούν. Απίστευτες θύμησες.
Όταν τις πρώτες πρωινές ώρες έπεφτε η φωτιά, οι Μαλακασαίοι γύριζαν στα σπίτια τους. Πάντα κάποιοι έμεναν πίσω, να σουντραυλίσουν τη θράκα και να σιγοψιθυρίσουν «ΊΑ ΚΟΥΤΟΥΒΑΛΕΖΑ....»
ΠΗΓΗ «MEDIART.GR»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η γνώμη σας μετράει...
Σχόλια όμως ανώνυμα που θίγουν ανθρώπους, ΔΕΝ δημοσιεύονται.